Λουί Μαλ: Les Fleurs du Malle
Αν και σε μεγάλο βαθμό παραμένει, σχεδόν μέχρι σήμερα, στη σκιά πιο διάσημων συμπατριωτών του σκηνοθετών, όπως ο Γκοντάρ, ο Τριφό, ο Ρενέ, ο Ρομέρ και ο Σαμπρόλ, ίσως επειδή προτίμησε να εργαστεί παράλληλα, αλλά στο περιθώριο της Νουβέλ Βαγκ, ο Λουί Μαλ αποτελεί ένα τεράστιο κεφάλαιο για το γαλλικό -και όχι μόνο- σινεμά, καταφέρνοντας να χτίσει ένα έργο με συνέπεια, συναισθηματικό αντίκτυπο και ουσιαστική γνώση της ανθρώπινης συμπεριφοράς που ελάχιστοι από τους παραπάνω συναδέλφους του θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν.
Γόνος ευκατάστατης οικογένειας, ο Μαλ θα ξεκινούσε την πορεία του στο σινεμά ως βοηθός του Ρομπέρ Μπρεσόν και συν-σκηνοθέτης του Ζακ-Ιβ Κουστό στο πρωτοποριακό, βραβευμένο με Χρυσό Φοίνικα υποβρύχιο ντοκιμαντέρ, «Ο Κόσμος της Σιωπής», για να παραδώσει στη συνέχεια μια σειρά από αταξινόμητα αριστουργήματα, συχνά εμπνευσμένος από προσωπικά βιώματα. Στη διάρκεια της μακρόχρονης καριέρας του, που θα διαρκέσει από το 1956 μέχρι τον πρόωρο θάνατό του, το 1995, σε ηλικία 63 ετών, θα αποφύγει συνειδητά να τυποποιηθεί και θα καταπιαστεί με καθετί που ένιωθε κοντά του: παθιασμένα love story και ιστορίες ενηλικίωσης, δράματα, φιλμ νουάρ και κωμωδίες, δουλεύοντας με τον ίδιο ασυμβίβαστο τρόπο τόσο στην πατρίδα του όσο και στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, στη μυθοπλασία όσο και στο ντοκιμαντέρ.
Αν υπάρχει, ωστόσο, ένα κοινό νήμα που ενώνει και διατρέχει το σύνολο σχεδόν της φιλμογραφίας του, αυτό είναι η βαθιά κατανόηση και η υπαρξιακή ανησυχία με την οποία αντιμετωπίζει τους χαρακτήρες του. Από τους ατίθασους και απρόβλεπτους έφηβους στο «Φύσημα στην Καρδιά» και στο «Αντίο Παιδιά» μέχρι τον νεαρό καταδότη του «Επώνυμο: Λακόμπ - Oνομα: Λισιέν», και από τους παράνομους εραστές του «Ασανσέρ για Δολοφόνους», των «Εραστών» και του «Μοιραίου Πάθους» μέχρι το αταίριαστο ζευγάρι του «Ατλάντικ Σίτι» και τον αυτοκαταστροφικό συγγραφέα της «Φλόγας Που Τρεμοσβήνει», ο Μαλ δεν υπήρξε ποτέ επικριτικός απέναντι στους ήρωές του, ακόμα και για τις πιο αντιφατικές ή αμφιλεγόμενες συμπεριφορές και τα πιο ακραία πάθη τους. Γι’ αυτό και κατόρθωσε να αγγίξει ακόμα και θέματα προκλητικά ή ταμπού για τον καιρό του, όπως η γυναικεία σεξουαλικότητα, η αιμομιξία, η αυτοκτονία και η συνεργασία μερίδας Γάλλων πολιτών με τους Ναζί κατακτητές, με ειλικρίνεια, διακριτικότητα και χωρίς σκανδαλοθηρικές διαθέσεις, έστω κι αν ενίοτε οι ταινίες του προκάλεσαν τα συντηρητικά ήθη της εποχής.
Ιδωμένο συνολικά, σε αυτό το αφιέρωμα, το έργο του Λουί Μαλ αποκαλύπτει πάνω απ’ όλα το εύρος, τη δεξιοτεχνία και την αξιοζήλευτη ευαισθησία ενός ανεξάντλητου ταλέντου που δεν δέχτηκε ποτέ να μπει σε προκαθορισμένα καλούπια, αλλά προτιμούσε να ανοίγεται σε απάτητα κάθε φορά μονοπάτια, εξερευνώντας κάθε πιθανή πτυχή της απρόβλεπτης ανθρώπινης φύσης. Θανάσης Πατσαβός
Φιλμογραφία (επιλεγμένη)
1990 Milou en Mai
1988 Au Revoir les Enfants
1981 My Dinner with Andre
1980 Atlantic City
1974 Lacombe, Lucien
1971 Le Souffle au Coeur
1963 Le Feu Follet
1958 Les Amants
1958 Ascenseur pour l' echafaud