Μερικές από τις ταινίες που διεκδίκησαν τη Χρυσή Αθηνά, μέσα από τα μάτια της κριτικής επιτροπής
Η κριτική επιτροπή του Διεθνούς Διαγωνιστικού τμήματος του 18ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας ΝΥΧΤΕΣ ΠΡΕΜΙΕΡΑΣ COSMOTE γράφει για μερικές από τις ταινίες που κλήθηκε να δει στο πλαίσιο του φεστιβάλ.
Τeddy Bear
Το «Teddy Bear» είναι ένα βουβό οικογενειακό δράμα που αφηγείται μια παράξενη ιστορία ενηλικίωσης. Ο σκηνοθέτης, Μάντς Ματίεσεν εξελίσσει το «Dennis» του, που κέρδισε το 2008 το βραβείο καλύτερης μικρού μήκους ταινίας στην Μπερλινάλε, σε μια ακόμη πιο βαθιά σπουδή πάνω στους ανθρώπινους χαρακτήρες. Ο Ντένις είναι ένας 38χρονος πρωταθλητής του μπόντι μπίλντιν που συγκατοικεί με την αυταρχική μητέρα του, σε μια άχρωμη συνοικία έξω από την Κοπεγχάγη. Ο Ντένις με τους γκροτέσκους υπερμεγεθής μύες του και τα απειλητικά τατουάζ να αγκαλιάζουν την τεράστια πλάτη του, φαίνεται εκ πρώτης όψεως τρομαχτικός. Η επιβλητική φιγούρα του, όμως έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον αθώο ψυχικό του κόσμο. Είναι ένα ντροπαλό αγνό παιδί κρυμμένο πίσω από το ογκώδες εκτόπισμα ενός άνδρα. Η δεσποτική μητέρα του, με την παθητική επιθετικότητά της, τον χειραγωγεί εμφυσώντας του διαρκώς ενοχές και καταπνίγοντας βίαια κάθε φυσαλίδα ανεξαρτησίας. Αμύητος ακόμη στα τελετουργικά της ενηλικίωσης, ο Ντένις είναι ανίκανος για μια οιδιπόδεια οργή. Στο γυμναστήριο- το μόνο μέρος όπου ο Ντένις αισθάνεται ικανός και μπορεί να εκφράσει ανεμπόδιστα τον ανδρισμό του- ο ευάλωτος Shrek μεταμορφώνεται στον ατσαλένιο Hulk.
Τα δεδομένα αλλάζουν όταν ο Ντένις αποφασίζει να δοκιμάσει την τύχη του στον έρωτα κάνοντας ένα ταξίδι στην Ταϋλάνδη, γεγονός που δημιουργεί και τις πρώτες ρωγμές στη σχέση μητέρας και γιού. Το ταξίδι αυτό αποτελεί ένα βήμα ,όχι μόνο προν τον έρωτα αλλά και προς την ενηλικίωση. Ο Ντένις δεν λέει πολλά- δεν ξέρει άλλωστε πως- αλλά οι πράξεις του αποκαλύπτουν μια ψυχή αδιάφθαρτης αγνότητας. Ο Kim Kold ( Ντένις) καταλαμβάνει την οθόνη όχι με το σώμα του, αλλά με την αβρότητα των εκφράσεων του, συχνά χρησιμοποιώντας μόνο το βλέμμα του. Η πλοκή δεν έχει τόση σημασία. Η ταινία είναι ολόκληρη ένα συναίσθημα. Μέσα σ΄ έναν άνθρωπο, που το αναζητά σ΄ έναν άλλο άνθρωπο. Το συναίσθημα αυτό είναι η καλοσύνη. Το Teddy Bear είναι μια ταινία με καρδιά και μάλιστα τόσο μεγάλη όσο και ο γιγαντιαίος ήρωας. Γλυκό, στοργικό και τρυφερό το Teddy Bear αποτυπώνει την κοπιώδη προσπάθεια ενός άνδρα να απαλλαγεί από τα καταπισεστικά δεσμά της μητέρας του και να χαράξει έστω και ετεροχρονισμένα, το δικό του δρόμο στη ζωή και στην αγάπη.
Άλκηστη Τσαμπουράκη
An Oversimplification of Her Beauty
Ο Τέρενς Νανς στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία «An oversimplification of her beauty», δεν φοβάται να ξεγυμνωθεί, καθώς από την πρώτη κιόλας σκηνή μας κάνει συνοδοιπόρους των σκέψεων του. Ο ίδιος περιγράφει την ταινία του ως «ένα ταξίδι αυτογνωσίας μέσα από την εμπειρία της αγάπης». Για την ακρίβεια ο Νανς ξεκίνησε αρχικά να γυρίζει την μικρού μήκους ταινία «How would you feel» το 2006, ως ερωτική εξομολόγηση προς τη φίλη του και πρωταγωνίστρια Ναμίκ Μίντερ . Eπειδή όμως δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτα του, εκείνος συνέχισε το κινηματογραφικό αυτό ντεμπούτο της διεκδίκησης γυρίζοντας το «An oversimplification of her beauty», ως μια χωριστή πλέον ιστορία. Ο Νανς αναρωτιέται γιατί κάθε φορά που μια κοπέλα τον στήνει αισθάνεται άσχημα. Το γεγονός αυτό τον ωθεί να αναρωτηθεί: Ποιο είναι το περιεχόμενο ενός στιγμιαίου συναισθήματος; Μήπως είναι το άθροισμα των εμπειριών; Ή μήπως τελικά οι εμπειρίες είναι το άθροισμα του εαυτού; Θέτοντας διαρκώς υπαρξιακά ερωτήματα προσπαθεί να «φωτογραφίσει» τις σκέψεις και τις διαθέσεις που του προκαλεί η αμφιλεγόμενη στάση της Ναμίκ, αλλά και των προηγούμενων γυναικών της ζωής του. Αποτυπώνοντας τα συναισθήματα του στην ταινία, προσπαθεί να αποτρέψει την ανάμνηση του παρόντος να ξεθωριάσει και να γίνει η ανάμνηση μιας ανάμνησης. Ο Τέρενς ξετυλίγει μπροστά στα μάτια μας ένα φιλμικό ημερολόγιο σκέψεων και συναισθημάτων. Ποιητής, εκκεντρικός, ρομαντικός και ριζοσπαστικός, ο Νανς ανατέμνει την κατ΄ αυτόν ιδανική σχέση. Διάφορα πρόσωπα γυναικών παρεμβάλλονται, χωρίς πάντοτε να καταλαβαίνουμε ποια είναι ποια, για να καταλήξουν όλα σ΄ αυτήν: στη Ναμίκ. Διότι όλες είναι τελικά εκείνη. Για τον Τέρενς η εμπειρία, δηλαδή ο έρωτας είναι σε ολόκληρη τη ζωή μόνο μία. Απλώς κάθε φορά αλλάζει το αντικείμενο του πόθου, το οποίο απαντάται εδώ στην ιδανική μορφή της Ναμίκ. Στο μεταμοντέρνο αυτό φιλμικό προϊόν, ο Νανς σπάει τις κινηματογραφικές νόρμες, καθώς την ηχητική καταγραφή της συνείδησης παρεμβάλλουν τεχνικές όπως τα σκίτσα πάνω από εικόνες, το animation, το stop motion animation, πολλαπλά jump-cuts, motion graphics και πολλά άλλα. Όλα αυτά αναμειγνύονται μεταξύ τους για να δημιουργήσουν ένα ρομαντικό αυτοστοχαστικό συλλογισμό.
reject: Η τεχνική της ενέλιξης, η αυτοαναφορικότητα δηλαδή της ταινίας, αν και πολλά υποσχόμενη, τελικά μάλλον λειτουργεί αρνητικά, καθώς καταλήγει σ΄ έναν εγωκεντρικό μονόλογο που δεν αφήνει πολλά περιθώρια ταύτισης. Επίσης το χώρισμα της ταινίας σε πολλαπλά κεφάλαια, δεν δίνει την αίσθηση μιας ολοκληρωμένης ταινίας, αλλά παραπέμπει περισσότερο σε μια συρραφή πολλών επιμέρους μικρού μήκους ταινιών χωρίς ενιαία σπονδυλική στήλη. Παρ΄ όλα αυτά εμείς ελπίζουμε τελικά να το κερδίσει το κορίτσι.
Άλκηστη Τσαμπουράκη
Eden
Φαντάζεται κανείς ότι μια ταινία με κεντρικό θέμα το εμπόριο σαρκός και τη σεξουαλική κακοποίηση ανήλικων κοριτσιών θα βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στα χαρακτηριστικά μιας απόλυτα σκοτεινής πλευράς των σύγχρονων κοινωνιών. Το Eden, όμως, διαψεύδει αυτή τη σκέψη ακροβατώντας ανάμεσα στον πόνο και την ελπίδα, το απάνθρωπο και το ανθρώπινο, το συμβιβασμό και την ανίκητη επιθυμία.
Η Χιούν Τζάε είναι ένα σχεδόν ενήλικο κορίτσι ασιατικής καταγωγής που βοηθά τον πατέρα της να διατηρήσει την οικογενειακή επιχείρηση στην πόλη του Νιού Μέξικο. Θέλοντας να ανακαλύψει τη διασκεδαστική πλευρά της ηλικίας της, ακολουθεί τη φίλη της σε ένα μπαρ χρησιμοποιώντας μια πλαστή ταυτότητα. Το φλερτ που ξεκινάει με έναν ένστολο γοητευτικό νέο αποδεικνύεται παγίδα, η Χιούν Τζάε πέφτει θύμα απαγωγής και λίγες ώρες μετά βρίσκεται σε εγκαταστάσεις άγνωστης τοποθεσίας, δίπλα σε άλλα ανήλικα κορίτσια. Εκεί, η ανυποψίαστη πρωταγωνίστρια είναι αναγκασμένη να αντιμετωπίσει τον εφιάλτη της σεξουαλικής εκμετάλλευσης από την οποία δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής. Η προσπάθεια για επιβίωση της Ίντεν, όπως μετονομάστηκε, περνά μέσα από την εγκατάλειψη της εφηβικής αθωότητας και την απόκτηση της εμπιστοσύνης του Βον, ενός εθισμένου στα ναρκωτικά μάνατζερ της οργάνωσης…
Βασιζόμενη στη σοκαριστική πραγματική ιστορία της Τσονγκ Κιμ, η σκηνοθέτης και σεναριογράφος Μέγκαν Γκρίφιθς χωρίς να χρησιμοποιεί καθόλου το γυμνό και προστατεύοντας ουσιαστικά το μάτι, αλλά όχι και τη φαντασία του θεατή, δημιουργεί μια ταινία σκληρή, αφυπνιστική, αλλά και βαθιά συγκινητική. Ακουμπώντας το ευαίσθητο θέμα του εμπορίου λευκής σαρκός, η Γκρίφιθς κάνει τη δύσκολη επιλογή να το θίξει για ακόμη μια φορά ως ένα σημαντικό πρόβλημα του σύγχρονου ανεπτυγμένου κόσμου (και όχι μόνο υποανάπτυκτου, όπως πολλοί πιστεύουν), στο οποίο η δικαιοσύνη όχι απλά γυρνάει την πλάτη, αλλά πολλές φορές το υποστηρίζει.
Το “Eden”, όμως, δεν περιορίζεται μόνο στην προβολή ενός κοινωνικού ζητήματος. Πόσο μακριά μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος για να επανακτήσει την ελευθερία του; Είναι η ανθρώπινη θέληση τόσο ισχυρή ώστε να αντικρούσει τη δύναμη της συνήθειας και του συμβιβασμού; Τα ερωτήματα αυτά απαντώνται παρατηρώντας την εξαιρετική ερμηνεία της Τζέιμι Τσάνγκ, που μόνο με τις εναλλαγές τον εκφράσεων της καταφέρνει να δείξει την πορεία που ακολούθησε ο συναισθηματικός κόσμος της Χιούν Τζάε / Ίντεν σε αυτά τα τρία χρόνια που πέρασε μέσα σε αυτήν την ιδιότυπη φυλακή.
Η δυναμική του φίλμ δε σταματά στο χαρακτήρα της Ίντεν, αλλά κάνει ένα ακόμη βήμα με την περίπλοκη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε αυτήν και το Βον. Ο εξαιρετικά εκρηκτικός χαρακτήρας του και τα βίαια ξεσπάσματά του, δεν προδιαθέτουν σε καμία περίπτωση για την εμπιστοσύνη που γεννιέται ανάμεσα στον ίδιο και εκείνη. Η επαφή τους και τα ίχνη συμπάθειας που διακρίνονται, συνιστούν μια αναπάντεχη ανατροπή που βρίσκει χώρο σε ένα βάρβαρο περιβάλλον.
Μια αληθινή ιστορία με περιεχόμενο που από μόνο του μπορεί να προκαλέσει είναι ίσως αρκετή για την επιτυχία μιας κινηματογραφικής προσπάθειας. Όταν, όμως, μια τέτοια ιστορία που μέσω της σκηνοθεσίας της Μέγκαν Γκρίφιθς στοχεύει και στην ανάδειξη του ανθρώπινου ψυχισμού και της πολυπλοκότητας των σχέσεων, τότε μπορούμε να μιλάμε για ένα αποτέλεσμα τουλάχιστον ξεχωριστό.
Ευάγγελος Μαραγκός
Gimme the Loot
Ο Malcolm (Ty Hickson) και η Sofia (Tashiana Washington) είναι δύο νέοι που ζουν στη Νέα Υόρκη, μακριά όμως από τα λαμπερά φώτα και τους ουρανοξύστες του Manhattan. Πρόκειται για δύο παιδιά αφρο-αμερικανικής καταγωγής που μεγαλώνουν στο Bronx και συγκροτούν μία ομάδα δημιουργίας graffiti. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των ομάδων που ασχολούνται με τα graffiti είναι μεγάλος, όλοι προσπαθούν να αποδειχθούν καλύτεροι των άλλων, ωστόσο κανείς εδώ και είκοσι χρόνια δεν έχει καταφέρει να σχεδιάσει το logo του πάνω στο τεράστιο πλαστικό μήλο που εμφανίζεται στο γήπεδο, κάθε φορά που οι Mets σκοράρουν στο Citi Field. Έτσι, η Sofia πείθει τον Malcolm πως ήρθε η σειρά τους να δοκιμάσουν -και να πετύχουν- αυτό που φαντάζει ακατόρθωτο. Θα μπορούσε κανείς να πει πως όλα είναι έτοιμα για το μεγάλο κόλπο και το μόνο που απομένει είναι να βρουν 500 δολλάρια ως αντίτιμο για την λαθραία είσοδό τους στο στάδιο, νωρίς το πρωί του αγώνα. Το βλέμμα της Sofia όταν ακούει το ποσό είναι μοναδικό, καθώς αποκαλύπτει σε μία μόνο στιγμή πόσο διαφορετική είναι η ζωή λίγα μόλις χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο της Νέας Υόρκης. Πώς θα μπορέσουν, λοιπόν, δύο νέοι από το Bronx να βρουν τόσα χρήματα σε λιγότερο από 36 ώρες; Όλα τα μέσα που μπορεί να τους τα εξασφαλίσουν επιστρατεύονται: κλεμμένα σπρέι και κινητά τηλέφωνα που μεταπωλούνται, εμπόριο ναρκωτικών και διαρρήξεις σπιτιών. Και παρ’όλο που, σχεδόν ποτέ δεν ακολουθούν τη νόμιμη οδό, οφείλουμε να παραδεχθούμε πως αποδεικνύονται εξαιρετικά πολυμήχανοι.
Παρά το γεγονός πως η Sofia ανήκει στο «αδύνατο» φύλο, αποδεικνύεται πολύ σκληρότερη από τον Malcolm, και ικανότερη να επιβιώσει μέσα στο σκληρό κλίμα των δρόμων του Bronx. Είναι απολύτως αποφασισμένη να εκδικηθεί αυτούς που βεβήλωσαν το graffiti που σχεδίασε μαζί του και προσπαθεί πολύ περισσότερο από εκείνον να συγκεντρώσει τα χρήματα που χρειάζονται για να μπουν στο στάδιο. Αντίθετα, ο Malcolm είναι πιο αθώος και αφελής, πιστεύοντας πως θα αποπλανήσει μία πλούσια λευκή κοπέλα, την οποία λίγο νωρίτερα είχε επικεφτεί ως βαποράκι, θα κλέψει τα κοσμήματά της και έτσι θα εξασφαλίσει τα 500 δολλάρια που χρειάζεται. Αντ’αυτού, καταλήγει να χάνει τα μοναδικά παπούτσια που είχε, και αναγκάζεται να κυκλοφορεί με τις κάλτσες σε ολόκληρη την ταινία.
Ο Adam Leon σκηνοθετεί μία ιστορία που δεν κρύβει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι δύο πρωταγωνιστές στον αγώνα να πετύχουν τους στόχους τους και γι’αυτό θα μπορούσε εύκολα να πέσει στα δίχτυα του μελοδραματισμού. Καταφέρνει όμως, δεξιοτεχνικά να αποφύγει αυτό το εμπόδιο. Τοποθετώντας την κάμερα στις πραγματικές τοποθεσίες στις οποίες αναφέρεται και το σενάριό της, η ταινία συμπυκνώνει μέσα της όλα όσα μπορεί να επιθυμήσει ο άνθρωπος στη ζωή του, αλλά και όλα όσα θέλει να αποφύγει. Καλές φιλίες, έρωτα, δημιουργικότητα, φήμη, απογοήτευση και αποτυχία. Η μικρή ηλικία των χαρακτήρων και οι λιτές ερμηνείες όλων των ηθοποιών προσδίδουν ένα νεανικό ρυθμό και μία ντοκιμαντερίστικη χροιά στην ταινία, κάνοντας την πολύ ευχάριστη στο θεατή. Συνολικά μιλώντας, το Gimme the Loot είναι μία πολύ ζεστή και τρυφερή ταινία, που σίγουρα θα αφήσει ένα χαμόγελο στα πρόσωπό σας, καθώς θα εγκαταλείπετε την κινηματογραφική αίθουσα.
Χρυσούλα Καλούμενου
Mushrooming
Η ταινία “Mushrooming” με τον ευφάνταστο ελληνικό τίτλο “Τη Μανιταρίσαμε”, μία προσεγμένη παραγωγή από την Εσθονία, πραγματεύεται το ταξίδι ενός διεφθαρμένου πολιτικού με τη γυναίκα του στα δάση της Βαλτικής, με σκοπό να μαζέψουν μανιτάρια. Στην πορεία του ταξιδιού, εισέρχεται και ένας διάσημος ροκ σταρ, ο οποίος θέλει απλώς να φτάσει στον προορισμό του.
Τα τραγελαφικά γεγονότα στα οποία θα λάβουν μέρος οι συγκεκριμένοι χαρακτήρες, θα τους φέρουν κοντά παρά τις όποιες διαφορές τους. Μία ταινία που προσεγγίζει με σεβασμό το ιδιαίτερο είδος των ταινιών τρόμου, με σατυρική διάθεση και κωμικό χαρακτήρα. Μία μαύρη κωμωδία , η οποία μέσα από τους εκ διαμέτρου αντιθετικούς χαρακτήρες του, σχολιάζει την επικαιρότητα και το πολιτικό σκηνικό με οικουμενική προσέγγιση.
Ο σκηνοθέτης δεν αφήνει να απομακρυνθούμε από τους ήρωές μας , τους οποίους ακολουθούμε πιστά κατά τη διάρκεια της ταινίας από κοντινή απόσταση, δίνοντάς μας έτσι και την παράδοξη κλειστοφοβική ατμόσφαιρα δύο φοβισμένων ανθρώπων σε ένα αφιλόξενο δάσος. Προσεγγίζει τους χαρακτήρες από την καρικατουρίστικη πλευρά τους και σε κάποιες περιπτώσεις όπως αυτή του ροκ σταρ, δεν διστάζει και την τηλεοπτική υπόσταση του χαρακτήρα. Το σενάριο της ταινίας κρατά σε εγρήγορση τον θεατή, καθώς ελλοχεύει ένας απόκοσμος μόνιμος κίνδυνος για τους πρωταγωνιστές, οι οποίοι από τα ελίτ κοινωνικά στρώματα βρίσκονται αντιμέτωποι με τραγικές καταστάσεις και επικίνδυνα περιστατικά. Δεν λείπουν οι κωμικοί διάλογοι και οι αστείες ατάκες, οι οποίες συνδυάζονται άψογα με την υποκριτική ικανότητα των ηθοποιών. Η εξαιρετική φωτογραφία μας βοηθά να απολαύσουμε το σκηνικό και το άγνωστο δάσος και να εγκλιματιστούμε σε αυτό περισσότερο και από τους ήρωες, σε κάποιες στιγμές. Τέλος, ο ρυθμός της ταινίας μέσα από το μοντάζ -πλην ελαχίστων περιπτώσεων- μας κρατά το ενδιαφέρον, αν και η τελευταία μελοδραματική σεκάνς μπορεί να θεωρηθεί υπερβολική και φλύαρη.
Από το “Mushrooming” δεν λείπει και το πολιτικό σχόλιο, το οποίο μέσα από τον σατυρικό χαρακτήρα της ταινίας μπορεί να δοθεί με απλοϊκότητα και χωρίς φανφάρες και μεγαλοπρέπειες. Η σοβαροφάνεια μπορεί να θεωρηθεί αντίπαλος της ταινίας και του σκηνοθέτη, που καταθέτει το σχόλιό του για τη show biz και το πολιτικό σκηνικό της εποχής μας. Σατιρίζει την ξύλινη γλώσσα των πολιτικών , που με το ταλέντο τους καταφέρνουν να υποκινούν συνειδήσεις και αισθήματα. Να παίρνουν με το μέρος τους τα μέσα επικοινωνίας και να προβάλουν την εικόνα τους όπως αυτοί θέλουν. Χαρακτηριστική η τελευταία σεκάνς της ταινίας, όπου δηλώνεται με εύστοχο τρόπο πως μπορεί ένας έμπειρος πολιτικός άντρας να καθησυχάσει τον όχλο και κατ`επέκταση την πολιτική του ακεραιότητα.
Σίγουρα μία ευχάριστη ταινία με χιούμορ και αυτοσαρκασμό, από την οποία όμως δεν λείπουν και άλλα επίπεδα ανάγνωσης όπως συμβαίνει σε κάθε ταινία που σέβεται την ύπαρξή της.
Δημήτριος Βαβάτσης
Avalon
Ο εξηντάχρονος Janne οργανώνει τη δημιουργία ενός νέου υπερπολυτελούς κλαμπ σε παραθαλάσσιο θέρετρο της Σουηδίας. Με αφορμή αυτό, έρχεται σε επαφή με κοντινά του πρόσωπα. Όλα μοιάζουν ανάλαφρα και ιδανικά όπως στα πολυτελή κοσμοπολίτικα πάρτι του. Όμως,ένα ατύχημα είναι αυτό που θα τον κάνει να δει πως όλα αυτά έχουν από καιρό τελειώσει. Αν υπάρχει ελπίδα, αυτή βρίσκεται μακριά από τον κενό κόσμο του και αυτός καλείται να επιλέξει.
Με αυτή την υπόθεση,το πολυβραβευμένο Avalon- μια νέα σουηδική ταινία , διάρκειας 79 λεπτών- κατάφερε να διχάσει τις γνώμες.
Ο σκηνοθέτης Axel Petersén, ο οποίος έχει σκηνοθετήσει πολλές ταινίες μικρού μήκους , καθώς και έχει βραβευτεί για το τελευταίο του έργο Tracks of My Tears 2 στην πρεμιέρα του στη Βενετία, καταφέρνει με χαμηλό μπάτζετ να παρουσιάσει μια αξιοπρεπή σκηνοθετική ματιά σε ένα σενάριο με πολύ ενδιαφέρον, που σε δεύτερη και τρίτη ανάγνωση ίσως να ιντριγκάρουν περισσότερο.
Το Avalon,είναι στην ουσία μια πρώτη σπουδή του σκηνοθέτη που πραγματοποιήθηκε σε πέντε εβδομάδες το καλοκαίρι του 2010 στην Vastra Götaland και στη Båstad της Σουηδίας.
Με ένα σενάριο όπου οι χαρακτήρες ξεχωρίζουν, αλλά ταυτόχρονα κρατούν τη μυστικότητά τους, πλάθει μια ιδιαίτερη μελαγχολική αστική ιστορία.
Οι ήρωες,μοιάζουν αψυχολόγητοι αλλά ταυτόχρονα είναι ελκυστικοί.
Από την αίθουσα φεύγεις χωρίς να ξέρεις αν σου άρεσε ή όχι.
Νιώθεις πως ο σκηνοθέτης χορογραφεί με έναν περίεργο τρόπο τους χαρακτήρες του, αλλά δε σε αφήνει να τους δεις καλά, τους προφυλάσσει στο μύθο.
Πολλά αναπάντητα ερωτήματα μαζεύονται σχετικά με την ταυτότητα και τη σχέση των ηρώων μεταξύ τους.Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι αρκετά καλές για να το καταφέρουν αυτό.
Είναι σκηνές του έργου στις οποίες αναρωτιέσαι ποιος ο ρόλος αυτού που βλέπεις για την εξέλιξη του μύθου ή τι έγινε και γιατί.Η κίνηση της κάμερας στο χέρι που ακολουθεί τους ήρωες από πίσω είναι αν όχι αδιάφορη (ως τεχνική) ενοχλητική και ζαλιστική.
Το ντοκιμαντερίστικο ύφος με τα κουνημένα τακτικά κοντινά πλάνα στα πρόσωπα των ηθοποιών, καταλογίζονται στα αρνητικά του σκηνοθέτη.
Και είναι λογικό να σκεφτεί κανείς πως δεν υπάρχει λόγος να δει αυτή την ταινία.Όμως, δεν είναι έτσι.
Αυτή η ταινία είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα του νέου εναλλακτικού σκανδιναβικού σινεμά,το οποίο με διφορούμενα καταφέρνει να προβληματίσει, να μπερδέψει, να διχάσει και να προκαλέσει.
Παρατηρούμε έντονες αντιθέσεις.Εξωτερικές και εσωτερικές αντιθέσεις στο χώρο.Το αστικό τοπίο, εγκλωβίζει τον ήρωα στην λαμπερή του ψευδαίσθηση σε αντίθεση με τη φύση και την ανάγκη που αποκτά ο άνθρωπος να επιστρέψει στο απλό,στο λιγότερο κοσμοπολίτικο, στο οξυγόνο.
Η εξωτερική αντίθεση της φύσης-πολιτισμού όμως αντανακλάται στον ψυχισμό του πρωταγωνιστή, ο οποίος αποκτά την ανάγκη για αναπνοή, ηρεμία.
Έχει τάσεις φυγής, αναζητά την ταυτότητά του ξανα από την αρχή.
Πώς να μην είναι τραγικός ένας τέτοιος ήρωας ;
Με εύστοχο τρόπο ο σκηνοθέτης αποδίδει την αίσθηση της φυγής που ζητά ο Janne.Δύο σημεία αντίθετα στο χάρτη αλλά και αντίστοιχα .Και τα δυο γαλάζια.Ο πρωταγωνιστής απολαμβάνει αποστασιοποιημένος το μπλε της θάλασσας, αλλά “επιπλέει” στο γαλάζιο φως του κλαμπ.Οι ήρωες μεταμορφώνονται στο χώρο τους, μπαίνουν στο ρόλο τους κάθε φορά φορώντας το κατάλληλο προσωπείο. Το κεντρικό γεγονός της ταινίας,έρχεται και ταράζει αυτη την ισορροπία.
Η αξία της ζωής είναι διαφορετική ή μάλλον βιώνεται αλλιώς.Ο θάνατος ενός ανθρώπου που έχει νιότη και θέληση για ζωή, κάνει τον πρωταγωνιστή να συνειδητοποιήσει το ότι ήταν ζωντανός νεκρός.Και είναι ειρωνικό.Εξαιτίας αυτού του θανάτου θα μπορέσει να βιώσει και να νιώσει.
Τέλος, με μια έξοδο που θυμίζει θεατρικό έργο του Τσέχωφ, αποχαιρετούμε μαζί με τους ίδιους τους ήρωες το παρόν που καταρρέει καιαναγκαζόμαστε να αναθεωρήσουμε, να ξαναδούμε τη ζωή ,να σκεφτούμε και να επιλέξουμε.
Ίσως να μην τα καταλαβαίνουμε όλα πλήρως, αλλά τα κατανοούμε.
Ευτυχία Ιωσηφίδου